- προυξεπίσταμαι
- προεξεπίσταμαι , προεξεπίσταμαιknow well beforepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προυξεπίσταμαι — Α βλ. προεξεπίσταμαι … Dictionary of Greek
προεξεπίσταμαι — και προὐξεπίσταμαι Α γνωρίζω καλά κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»] … Dictionary of Greek
σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek